- καταψοφοῦσι
- καταψοφέωmake a loud noisepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)καταψοφέωmake a loud noisepres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταψοφώ — καταψοφῶ, έω (Α) 1. γεμίζω κάτι με θόρυβο, κάνω κάτι να αντηχήσει από θορύβους («φιλήματι καταψοφοῡσι τὰς ἐκκλησίας», Κλήμ.) 2. κάνω μεγάλο θόρυβο, δημιουργώ βροντώδη κρότο («θεὸς καταψοφεῑ βρονταῑς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψοφῶ «αντηχώ … Dictionary of Greek